αδειοπούγγης

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που το πουγγί του δεν έχει χρήματα, φτωχός, θεόφτωχος
2. αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδειος + πουγγί].