ο1. αυτός που το πουγγί του δεν έχει χρήματα, φτωχός, θεόφτωχος2. αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο άσωτος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδειος + πουγγί].