αεροτροπισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο <b>(Βιολ.)</b><br />[[τροπισμός]] που προκαλείται από τον ατμοσφαιρικό αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>aerotropism</i> <span style="color: red;"><</span> <i>aero</i>- (<span style="color: red;"><</span> ελλ. <i>αήρ</i>, -[[έρος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>tropism</i> (πρβλ. [[τροπισμός]])].
|mltxt=ο <b>(Βιολ.)</b><br />[[τροπισμός]] που προκαλείται από τον ατμοσφαιρικό αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>aerotropism</i> <span style="color: red;"><</span> <i>aero</i>- (<span style="color: red;"><</span> ελλ. <i>αήρ</i>, -[[έρος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>tropism</i> (πρβλ. [[τροπισμός]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Βιολ.)
τροπισμός που προκαλείται από τον ατμοσφαιρικό αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aerotropism < aero- (< ελλ. αήρ, -έρος) + tropism (πρβλ. τροπισμός)].