ακαταλάβιστος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />ο [[ακαταλαβίστικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταλαβαίνω]] αναλογικά [[προς]] τα ρηματ. επιθ. που προέρχονται από ρήματα σε -<i>ίζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταλαβίστικος]]].
|mltxt=-η, -ο<br />ο [[ακαταλαβίστικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταλαβαίνω]] αναλογικά [[προς]] τα ρηματ. επιθ. που προέρχονται από ρήματα σε -<i>ίζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταλαβίστικος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
ο ακαταλαβίστικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < καταλαβαίνω αναλογικά προς τα ρηματ. επιθ. που προέρχονται από ρήματα σε -ίζω.
ΠΑΡ. ακαταλαβίστικος].