ακεστήρ: Difference between revisions
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀκεστὴρ (-ῆρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[θεραπευτής]], [[γιατρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει<br />«ἀκεστήρα χαλινὸν» (<b>Σοφ.</b> Οιδ. Κολ. 714).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ἀκεστὴρ (-ῆρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[θεραπευτής]], [[γιατρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει<br />«ἀκεστήρα χαλινὸν» (<b>Σοφ.</b> Οιδ. Κολ. 714).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεστήριον]], [[ἀκεστήριος]], [[ἀκεστρίς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:48, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκεστὴρ (-ῆρος), ο (Α)
1. θεραπευτής, γιατρός
2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει
«ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς.