αισχυντηλός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰσχυντηλός]], -ή, -όν)<br />[[ντροπαλός]], [[συνεσταλμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την [[ντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αἰσχυντηλόν</i><br />η [[αιδημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰσχυντηλός]], -ή, -όν)<br />[[ντροπαλός]], [[συνεσταλμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την [[ντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αἰσχυντηλόν</i><br />η [[αιδημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρημ. επίθ. <i>αἰσχυντὸς</i> <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἰσχύνω]]. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[αἰσχυντηλία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰσχυντηλός, -ή, -όν)
ντροπαλός, συνεσταλμένος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν
η αιδημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία.