ακρόλινος: Difference between revisions

From LSJ

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρόλινος]], -ον (Α)<br />αυτός που στέκεται στην [[άκρη]] του διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λίνον]].
|mltxt=[[ἀκρόλινος]], -ον (Α)<br />αυτός που στέκεται στην [[άκρη]] του διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λίνον]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκρόλινος, -ον (Α)
αυτός που στέκεται στην άκρη του διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + λίνον.