ἀκρόλινος
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
ἀκρόλινον, at the edge of the net, Opp.C.4.383.
Spanish (DGE)
(ἀκρόλῐνος) -ον
que está al extremo de la red ἄνδρες Opp.C.4.383, cf. 414.
German (Pape)
[Seite 83] am Ende des Netzes, ἀνέρες Opp. C. 4, 383. 414.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόλῐνος: -ον, ὁ κατὰ τὸ ἄκρον τοῦ δικτύου, Ὀππ. Κ. 4. 383.
Greek Monolingual
ἀκρόλινος, -ον (Α)
αυτός που στέκεται στην άκρη του διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + λίνον.