ακροθαλασσιά: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ακροθάλασσα]], η<br />η [[άκρη]] της θάλασσας [[κοντά]] στη [[στεριά]] ή η [[άκρη]] της στεριάς που βρέχεται από τη [[θάλασσα]], [[ακρογιαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και [[ακροθάλασσα]], η<br />η [[άκρη]] της θάλασσας [[κοντά]] στη [[στεριά]] ή η [[άκρη]] της στεριάς που βρέχεται από τη [[θάλασσα]], [[ακρογιαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[θάλασσα]]<br />ο [[μεταπλασμός]] αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ακρογιαλιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροθαλασσινός]], [[ακροθαλάσσιος]], [[ακροθαλασσίτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
και ακροθάλασσα, η
η άκρη της θάλασσας κοντά στη στεριά ή η άκρη της στεριάς που βρέχεται από τη θάλασσα, ακρογιαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + θάλασσα
ο μεταπλασμός αναλογικά προς τη λ. ακρογιαλιά.
ΠΑΡ. ακροθαλασσινός, ακροθαλάσσιος, ακροθαλασσίτης].