αλίσφακας: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />το [[φυτό]] [[αλισφακιά]] και ο [[καρπός]] της αλισφακιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. ουσ. [[ελελίσφακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλισφάκι]], [[αλισφακιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλισφακόμηλο]]].
|mltxt=ο<br />το [[φυτό]] [[αλισφακιά]] και ο [[καρπός]] της αλισφακιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. ουσ. [[ελελίσφακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλισφάκι]], [[αλισφακιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλισφακόμηλο]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
το φυτό αλισφακιά και ο καρπός της αλισφακιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ελελίσφακος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφάκι, αλισφακιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλισφακόμηλο].