αλυσιδώνω: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ ἁλυσιδῶ -όω)<br />[[δένω]], [[συνδέω]] με αλυσίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φράζω]] με αλυσίδες<br /><b>2.</b> [[ενώνω]] κρίκους [[μεταξύ]] τους για να κατασκευάσω [[αλυσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλυσίδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἁλυσίδωσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλυσίδωμα]], [[αλυσιδωμένος]]].
|mltxt=(Μ ἁλυσιδῶ -όω)<br />[[δένω]], [[συνδέω]] με αλυσίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φράζω]] με αλυσίδες<br /><b>2.</b> [[ενώνω]] κρίκους [[μεταξύ]] τους για να κατασκευάσω [[αλυσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλυσίδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἁλυσίδωσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλυσίδωμα]], [[αλυσιδωμένος]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

(Μ ἁλυσιδῶ -όω)
δένω, συνδέω με αλυσίδες
νεοελλ.
1. φράζω με αλυσίδες
2. ενώνω κρίκους μεταξύ τους για να κατασκευάσω αλυσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυσίδα.
ΠΑΡ. μσν. ἁλυσίδωσις
νεοελλ.
αλυσίδωμα, αλυσιδωμένος].