αλυσιδωμένος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αλυσιδώνω
ο δεμένος με αλυσίδες, αλυσοδεμένος.