αμβλύνους: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν<br />αυτός που έχει αμβλύ τον νου, που δυσκολεύεται να κατανοήσει ή να κρίνει [[κάτι]], ο διανοητικά [[νωθρός]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ουν<br />αυτός που έχει αμβλύ τον νου, που δυσκολεύεται να κατανοήσει ή να κρίνει [[κάτι]], ο διανοητικά [[νωθρός]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμβλύς]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] <span style="color: red;"><</span> [[νους]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμβλύνοια]]]. | ||
}} | }} |