αμετρόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμετρόφωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν χρησιμοποιεί με [[μέτρο]] τη [[φωνή]] του<br /><b>2.</b> [[άμετρος]] στη [[γλώσσα]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμετρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]].
|mltxt=[[ἀμετρόφωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν χρησιμοποιεί με [[μέτρο]] τη [[φωνή]] του<br /><b>2.</b> [[άμετρος]] στη [[γλώσσα]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμετρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμετρόφωνος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με μέτρο τη φωνή του
2. άμετρος στη γλώσσα, πολυλογάς, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμετρος + -φωνος < φωνή.