αλογοφαγάς: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -φάγισα ή -ισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει αλογήσιο [[κρέας]] (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> α) [[γυναίκα]] φλύαρη και αδιάντροπη<br />β) [[γυναίκα]] [[ανδροπρεπής]]<br />γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άλογο]] <span style="color: red;">+</span> [[φαγάς]]].
|mltxt=ο (θηλ. -φάγισα ή -ισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει αλογήσιο [[κρέας]] (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> α) [[γυναίκα]] φλύαρη και αδιάντροπη<br />β) [[γυναίκα]] [[ανδροπρεπής]]<br />γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άλογο]] <span style="color: red;">+</span> [[φαγάς]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. -φάγισα ή -ισσα)
1. αυτός που τρώει αλογήσιο κρέας (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια)
2. το θηλ. α) γυναίκα φλύαρη και αδιάντροπη
β) γυναίκα ανδροπρεπής
γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + φαγάς].