αλογοφαγάς

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -φάγισα ή -ισσα)
1. αυτός που τρώει αλογήσιο κρέας (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια)
2. το θηλ. α) γυναίκα φλύαρη και αδιάντροπη
β) γυναίκα ανδροπρεπής
γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + φαγάς].