αμμόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμμόχρυσος]], ο (Α)<br />όρος, τον οποίο [[πρώτος]] χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]] κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα [[ποικιλία]] [[μαρμαρυγίας]]. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν [[επίσης]] για αμμόχρυσο. Από [[τότε]] δεν αναφέρεται [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]].
|mltxt=[[ἀμμόχρυσος]], ο (Α)<br />όρος, τον οποίο [[πρώτος]] χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]] κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα [[ποικιλία]] [[μαρμαρυγίας]]. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν [[επίσης]] για αμμόχρυσο. Από [[τότε]] δεν αναφέρεται [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμμόχρυσος, ο (Α)
όρος, τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει κατά πάσαν πιθανότητα κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα ποικιλία μαρμαρυγίας. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν επίσης για αμμόχρυσο. Από τότε δεν αναφέρεται πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + χρυσός.