αμφίγνωμος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που ταλαντεύεται [[ανάμεσα]] σε δύο γνώμες, [[δίγνωμος]], [[διστακτικός]], αμφιταλαντευόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br />αυτός που ταλαντεύεται [[ανάμεσα]] σε δύο γνώμες, [[δίγνωμος]], [[διστακτικός]], αμφιταλαντευόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γνωμος < γνώμη].