αμφιδέτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀμφιδέτης]])<br /><b>μσν.</b><br />[[περιδέραιο]], [[κολιέ]]<br /><b>αρχ.</b><br />περιτραχήλιο, [[λαιμαριά]] τών βοδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιδέω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμφιδετικός</i>].
|mltxt=ο (Α [[ἀμφιδέτης]])<br /><b>μσν.</b><br />[[περιδέραιο]], [[κολιέ]]<br /><b>αρχ.</b><br />περιτραχήλιο, [[λαιμαριά]] τών βοδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιδέω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμφιδετικός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:33, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἀμφιδέτης)
μσν.
περιδέραιο, κολιέ
αρχ.
περιτραχήλιο, λαιμαριά τών βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφιδέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιδετικός].