αμφιθηγής: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιθηγής]], -ές (Α)<br />ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, [[αμφίστομος]], [[δίκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφιθηγής]], -ές (Α)<br />ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, [[αμφίστομος]], [[δίκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήγω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφιθηγής, -ές (Α)
ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -θηγής < θήγω].