αμφιθηγής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ἀμφιθηγής, -ές (Α)
ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -θηγής < θήγω].