αμφίστομος

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίστομος, -ον)
αυτός που έχει δύο στόμια
μσν.
(για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος
αρχ.
1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω
2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες
«θυρίδες ἀμφίστομοι», για τις κηρήθρες
«λαβαὶ ἀμφίστομοι», για τα αγγεία που έχουν λαβές και από τις δύο πλευρές του στομίου
«ὄρυγμα ἀμφίστομον», υπόγεια σήραγγα, τούνελ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφι- + -στομος < στόμα.