θεριακός: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theriakos
|Transliteration C=theriakos
|Beta Code=qeriako/s
|Beta Code=qeriako/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[for summer]], ἱμάτια <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1901.37</span> (vi A.D.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[for summer]], ἱμάτια <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1901.37</span> (vi A.D.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό [[θεριό]]<br /><b>1.</b> δυνατος σαν [[θηρίο]], πολύ [[γερός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η θεριακή</i><br />η θηριακή.<br /><b>(II)</b><br />[[θεριακός]], -ή, -όν (Α) [[θέρος]]<br />αυτός που ανήκει στο [[θέρος]], ο προορισμένος για το [[θέρος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό [[θεριό]]<br /><b>1.</b> δυνατος σαν [[θηρίο]], πολύ [[γερός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η θεριακή</i><br />η θηριακή.<br /><b>(II)</b><br />[[θεριακός]], -ή, -όν (Α) [[θέρος]]<br />αυτός που ανήκει στο [[θέρος]], ο προορισμένος για το [[θέρος]].
}}
}}

Revision as of 09:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριακός Medium diacritics: θεριακός Low diacritics: θεριακός Capitals: ΘΕΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: theriakós Transliteration B: theriakos Transliteration C: theriakos Beta Code: qeriako/s

English (LSJ)

ή, όν, A for summer, ἱμάτια POxy.1901.37 (vi A.D.).

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό θεριό
1. δυνατος σαν θηρίο, πολύ γερός
2. το θηλ. ως ουσ. η θεριακή
η θηριακή.
(II)
θεριακός, -ή, -όν (Α) θέρος
αυτός που ανήκει στο θέρος, ο προορισμένος για το θέρος.