κατάμοιχος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katamoichos | |Transliteration C=katamoichos | ||
|Beta Code=kata/moixos | |Beta Code=kata/moixos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[adulterer]], <span class="bibl">Vett.Val.117.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάμοιχος]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το [[αδίκημα]] της μοιχείας. | |mltxt=[[κατάμοιχος]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το [[αδίκημα]] της μοιχείας. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A adulterer, Vett.Val.117.9.
Greek Monolingual
κατάμοιχος, ὁ (Α)
αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα της μοιχείας.