ξεστιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksestiaios
|Transliteration C=ksestiaios
|Beta Code=cestiai=os
|Beta Code=cestiai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of a]] ξέστης, μέτρον Gal.13.435, cf. <span class="bibl">Phlp. <span class="title">in Mete.</span>24.24</span>.</span>
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a]] ξέστης, μέτρον Gal.13.435, cf. <span class="bibl">Phlp. <span class="title">in Mete.</span>24.24</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ξεστιαῑος, -α, -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που [[είναι]] [[ίσος]] με έναν ξέστη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξέστης]] «[[μονάδα]] μέτρησης στερεών και υγρών» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλεθρ</i>-<i>ιαίος</i>, <i>ποδ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=ξεστιαῑος, -α, -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που [[είναι]] [[ίσος]] με έναν ξέστη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξέστης]] «[[μονάδα]] μέτρησης στερεών και υγρών» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλεθρ</i>-<i>ιαίος</i>, <i>ποδ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:15, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξεστιαῖος Medium diacritics: ξεστιαῖος Low diacritics: ξεστιαίος Capitals: ΞΕΣΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: xestiaîos Transliteration B: xestiaios Transliteration C: ksestiaios Beta Code: cestiai=os

English (LSJ)

α, ον, A of a ξέστης, μέτρον Gal.13.435, cf. Phlp. in Mete.24.24.

Greek Monolingual

ξεστιαῑος, -α, -ον (Α)
αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναι ίσος με έναν ξέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. πλεθρ-ιαίος, ποδ-ιαίος)].