ζωώδης: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(16) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1145.png Seite 1145]] ες, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1145.png Seite 1145]] ες, [[thierisch]], Svnes. u. a. Sp.; ὁ [[δοῦλος]] τῶν ἡδονῶν [[ζωώδης]] καὶ [[μικροπρεπής]] ἐστιν Plut. educ. lib. 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες και ζωώδικος, -η, -ο (Α [[ζῳώδης]]) [[ζώον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ζώο στη [[μορφή]] ή στην [[έκφραση]] («[[ζωώδης]] [[μορφή]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει στα ζώα, [[κτηνώδης]] («ζωώδη ένστικτα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κτηνώδης]], [[απάνθρωπος]], [[θηριώδης]], [[αγροίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στα ζώα («ζωῶδες [[κάλλος]]», Δημόκρ.)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ζωντανού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωωδώς</i> και <i>ζωώδικα</i><br />με τρόπο κτηνώδη («συμπεριφέρθηκε ζωωδώς»). | |mltxt=-ες και ζωώδικος, -η, -ο (Α [[ζῳώδης]]) [[ζώον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ζώο στη [[μορφή]] ή στην [[έκφραση]] («[[ζωώδης]] [[μορφή]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει στα ζώα, [[κτηνώδης]] («ζωώδη ένστικτα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κτηνώδης]], [[απάνθρωπος]], [[θηριώδης]], [[αγροίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στα ζώα («ζωῶδες [[κάλλος]]», Δημόκρ.)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ζωντανού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωωδώς</i> και <i>ζωώδικα</i><br />με τρόπο κτηνώδη («συμπεριφέρθηκε ζωωδώς»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:10, 6 January 2021
German (Pape)
[Seite 1145] ες, thierisch, Svnes. u. a. Sp.; ὁ δοῦλος τῶν ἡδονῶν ζωώδης καὶ μικροπρεπής ἐστιν Plut. educ. lib. 10.
Greek Monolingual
-ες και ζωώδικος, -η, -ο (Α ζῳώδης) ζώον
1. αυτός που μοιάζει με ζώο στη μορφή ή στην έκφραση («ζωώδης μορφή»)
2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει στα ζώα, κτηνώδης («ζωώδη ένστικτα»)
3. μτφ. κτηνώδης, απάνθρωπος, θηριώδης, αγροίκος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στα ζώα («ζωῶδες κάλλος», Δημόκρ.)
2. (για νεκρό) αυτός που έχει το χρώμα του ζωντανού.
επίρρ...
ζωωδώς και ζωώδικα
με τρόπο κτηνώδη («συμπεριφέρθηκε ζωωδώς»).