απάνθρωπος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
-η, -ο
(για ανθρώπους και για τις πράξεις τους) άγριος, βάρβαρος, σκληρός
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τους ανθρώπους, έρημος
2. αντικοινωνικός.