απάνθρωπος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

-η, -ο
(για ανθρώπους και για τις πράξεις τους) άγριος, βάρβαρος, σκληρός
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τους ανθρώπους, έρημος
2. αντικοινωνικός.