παρακοιμιστής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(31)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=παρακοιμιστής
|Medium diacritics=παρακοιμιστής
|Low diacritics=παρακοιμιστής
|Capitals=ΠΑΡΑΚΟΙΜΙΣΤΗΣ
|Transliteration A=parakoimistḗs
|Transliteration B=parakoimistēs
|Transliteration C=parakoimistis
|Beta Code=parakoimisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, in pl., π. τῶν [[ἰδίων]] [[γυναικῶν]] [[panders]] to their own wives, Paul.Al. O. 2.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρακοιμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρακοιμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακοιμιστής Medium diacritics: παρακοιμιστής Low diacritics: παρακοιμιστής Capitals: ΠΑΡΑΚΟΙΜΙΣΤΗΣ
Transliteration A: parakoimistḗs Transliteration B: parakoimistēs Transliteration C: parakoimistis Beta Code: parakoimisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, in pl., π. τῶν ἰδίων γυναικῶν panders to their own wives, Paul.Al. O. 2.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ παρακοιμίζω
μσν.
μαστροπός
αρχ.
αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον.