αὐτοαγαθόν: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=αὐτοαγαθόν
|Medium diacritics=αὐτοαγαθόν
|Low diacritics=αυτοαγαθόν
|Capitals=ΑΥΤΟΑΓΑΘΟΝ
|Transliteration A=autoagathón
|Transliteration B=autoagathon
|Transliteration C=aftoagathon
|Beta Code=au)toagaqo/n
|Definition=τό, the [[ideal good]], [[the Form of good]], Arist. ''Metaph.'' 996a28, Plot. 6.6.10.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοαγαθόν''': τό, αὐτὸ τὸ ἀγαθόν, τὸ [[ὄντως]] ἀγαθόν, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 2· ἀπαντᾷ καὶ αὐτοάγαθον, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 959Α, κλ.: - τὸ ἀρσεν. ἐπίθ. παρ’ Ἐκκλ. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. [[αὐταγαθότης]], ητος, αὐτὴ ἡ [[ἀγαθότης]], [[ἀπόλυτος]] [[ἀγαθότης]], Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀνομ. 2. 414, κλ.
|lstext='''αὐτοαγαθόν''': τό, αὐτὸ τὸ ἀγαθόν, τὸ [[ὄντως]] ἀγαθόν, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 2· ἀπαντᾷ καὶ αὐτοάγαθον, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 959Α, κλ.: - τὸ ἀρσεν. ἐπίθ. παρ’ Ἐκκλ. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. [[αὐταγαθότης]], ητος, αὐτὴ ἡ [[ἀγαθότης]], [[ἀπόλυτος]] [[ἀγαθότης]], Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀνομ. 2. 414, κλ.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοαγαθόν Medium diacritics: αὐτοαγαθόν Low diacritics: αυτοαγαθόν Capitals: ΑΥΤΟΑΓΑΘΟΝ
Transliteration A: autoagathón Transliteration B: autoagathon Transliteration C: aftoagathon Beta Code: au)toagaqo/n

English (LSJ)

τό, the ideal good, the Form of good, Arist. Metaph. 996a28, Plot. 6.6.10.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοαγαθόν: τό, αὐτὸ τὸ ἀγαθόν, τὸ ὄντως ἀγαθόν, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 2· ἀπαντᾷ καὶ αὐτοάγαθον, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 959Α, κλ.: - τὸ ἀρσεν. ἐπίθ. παρ’ Ἐκκλ. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. αὐταγαθότης, ητος, αὐτὴ ἡ ἀγαθότης, ἀπόλυτος ἀγαθότης, Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀνομ. 2. 414, κλ.