κνημιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κνημαίος]], -α, -ο (AM | |mltxt=και [[κνημαίος]], -α, -ο (AM κνημιαῖος και κνημαῖος, -αία, -ον) [[κνήμη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κνήμη]] («[[κνημιαίος]] μυς»). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 14 March 2021
English (LSJ)
α, ον, A of the calf or leg, Hp.Oss.16 (written κνημαῖος Gal.19.112).
German (Pape)
[Seite 1460] = κνημαῖος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κνημιαῖος: -α, -ον, = κνημαῖος, Ἱππ. 279. 19· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 556.
Greek Monolingual
και κνημαίος, -α, -ο (AM κνημιαῖος και κνημαῖος, -αία, -ον) κνήμη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς»).