πετροβολάω: Difference between revisions
(Created page with "{{grml |mltxt=πετροβολώ, πετροβολάω και πετροβολέω / πετροβολῶ, πετροβολέω, ΝΜΑ πετροβόλο...") |
mNo edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=[[πετροβολώ]], [[πετροβολάω]] και [[πετροβολέω]] / [[πετροβολῶ]], [[πετροβολέω]], ΝΜΑ [[πετροβόλος]]<br />[[σημαδεύω]] κάποιον με πέτρες, [[λιθοβολώ]] («με το [[ποτάμι]] μάλωνε και το πετροβολούσε», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον [[κάθε]] είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτοξεύω]] διάφορες κατηγορίες ή συκοφαντίες [[εναντίον]] κάποιου. | |mltxt=[[πετροβολώ]], [[πετροβολάω]] και [[πετροβολέω]] / [[πετροβολῶ]], [[πετροβολέω]], ΝΜΑ [[πετροβόλος]]<br />[[σημαδεύω]] κάποιον με πέτρες, [[λιθοβολώ]] («με το [[ποτάμι]] μάλωνε και το πετροβολούσε», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον [[κάθε]] είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτοξεύω]] διάφορες κατηγορίες ή συκοφαντίες [[εναντίον]] κάποιου. | ||
}} | }} | ||
==Translations== | |||
Arabic: رَجَمَ; Armenian: քարկոծել; Azerbaijani: daşlamaq; Breton: labezañ, meinata; Catalan: apedregar, lapidar; Czech: kamenovat, ukamenovat; Danish: stene; Dutch: stenigen; Esperanto: ŝtonmortigi; Faroese: steina; Finnish: kivittää; French: lapider; Galician: lapidar, apedrar, acoiar, acantazar; German: steinigen; Ancient Greek: λιθοβολέω; Hindi: संगसार करना; Hungarian: megkövez; Interlingua: lapidar; Irish: cloch; Italian: lapidare; Khmer: ចោលដុំថ្ម; Latin: lapidō; Macedonian: каменува; Nahuatl: motla, tehuia; Norman: lapider; Norwegian: steine; Occitan: lapidar; Old English: stǣnan, hǣnan, ġehǣnan; Persian: سنگسار کردن; Polish: kamienować, ukamienować; Portuguese: apedrejar, lapidar; Quechua: chanqiyay, ch'aqiy; Slovak: kameňovať, ukameňovať; Spanish: lapidar, apedrear; Swahili: jiwe; Swedish: stena; Welsh: llabyddio |
Revision as of 17:37, 16 March 2021
Greek Monolingual
πετροβολώ, πετροβολάω και πετροβολέω / πετροβολῶ, πετροβολέω, ΝΜΑ πετροβόλος
σημαδεύω κάποιον με πέτρες, λιθοβολώ («με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. ρίχνω σε κάποιον κάθε είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω»)
2. μτφ. εκτοξεύω διάφορες κατηγορίες ή συκοφαντίες εναντίον κάποιου.
Translations
Arabic: رَجَمَ; Armenian: քարկոծել; Azerbaijani: daşlamaq; Breton: labezañ, meinata; Catalan: apedregar, lapidar; Czech: kamenovat, ukamenovat; Danish: stene; Dutch: stenigen; Esperanto: ŝtonmortigi; Faroese: steina; Finnish: kivittää; French: lapider; Galician: lapidar, apedrar, acoiar, acantazar; German: steinigen; Ancient Greek: λιθοβολέω; Hindi: संगसार करना; Hungarian: megkövez; Interlingua: lapidar; Irish: cloch; Italian: lapidare; Khmer: ចោលដុំថ្ម; Latin: lapidō; Macedonian: каменува; Nahuatl: motla, tehuia; Norman: lapider; Norwegian: steine; Occitan: lapidar; Old English: stǣnan, hǣnan, ġehǣnan; Persian: سنگسار کردن; Polish: kamienować, ukamienować; Portuguese: apedrejar, lapidar; Quechua: chanqiyay, ch'aqiy; Slovak: kameňovať, ukameňovať; Spanish: lapidar, apedrear; Swahili: jiwe; Swedish: stena; Welsh: llabyddio