κοπρεαίος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(21)
 
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπρεαίος]], ο (Α)<br />(ως [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]]) [[βρομερός]], [[αηδής]], [[σιχαμένος]], [[κοπρίτης]] («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῑχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι). Η κατάλ. -<i>εαίος</i> [[είναι]] [[επινόηση]] του Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους].
|mltxt=[[κοπρεαίος]], ο (Α)<br />(ως [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]]) [[βρομερός]], [[αηδής]], [[σιχαμένος]], [[κοπρίτης]] («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι). Η κατάλ. -<i>εαίος</i> [[είναι]] [[επινόηση]] του Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 09:43, 25 March 2021

Greek Monolingual

κοπρεαίος, ο (Α)
(ως υβριστικός χαρακτηρισμός) βρομερός, αηδής, σιχαμένος, κοπρίτης («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι). Η κατάλ. -εαίος είναι επινόηση του Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους].