πολυδιοίκητος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διαχέεται και διεισδύει [[παντού]] («πολυδιοίκητον | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διαχέεται και διεισδύει [[παντού]] («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διοίκητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διοικῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>διοίκητος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:17, 25 March 2021
English (LSJ)
ον, A widely distributed, all-pervading, πνεῦμα Secund. Sent. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ-διοίκητος].