πολυδιοίκητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διαχέεται και διεισδύει [[παντού]] («πολυδιοίκητον πνεῡμα», Σεκούνδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διοίκητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διοικῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>διοίκητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διαχέεται και διεισδύει [[παντού]] («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διοίκητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διοικῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>διοίκητος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:17, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδιοίκητος Medium diacritics: πολυδιοίκητος Low diacritics: πολυδιοίκητος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: polydioíkētos Transliteration B: polydioikētos Transliteration C: polydioikitos Beta Code: poludioi/khtos

English (LSJ)

ον, A widely distributed, all-pervading, πνεῦμα Secund. Sent. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ-διοίκητος].