ὀβελίτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀβελίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[οβελίας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἄκρα]] | |mltxt=[[ὀβελίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[οβελίας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἄκρα]] τοῦ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων». | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 25 March 2021
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, A = ὀβελίας, Poll.1.248, cf. Hsch. s.v. ἀκροβολίδες.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, ἄρτος, = ὀβελίας, Poll. 1, 248.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβελίτης: [ῑ], ὁ, = ὀβελίας, Πολυδ. Α΄, 248, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκροβολίδες.
Greek Monolingual
ὀβελίτης, ὁ (Α)
1. οβελίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῦ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων».