ανακεφαλαιώνω: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(3)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α και ἀνακεφαλαιοῡμαι, -όομαι), [[επαναλαμβάνω]] τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια [[σημεία]], [[κάνω]] συνοπτική [[επανάληψη]], [[περίληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενσωματώνω]] τους τόκους στο [[κεφάλαιο]] και [[ανατοκίζω]] το νέο [[ποσόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κεφαλαιοῦμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανακεφαλαίωση]] (-<i>ις</i>), [[ανακεφαλαιωτικός]]].
|mltxt=(Α και ἀνακεφαλαιοῦμαι, -όομαι), [[επαναλαμβάνω]] τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια [[σημεία]], [[κάνω]] συνοπτική [[επανάληψη]], [[περίληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενσωματώνω]] τους τόκους στο [[κεφάλαιο]] και [[ανατοκίζω]] το νέο [[ποσόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κεφαλαιοῦμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανακεφαλαίωση]] (-<i>ις</i>), [[ανακεφαλαιωτικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Α και ἀνακεφαλαιοῦμαι, -όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη
νεοελλ.
ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεφαλαιοῦμαι.
ΠΑΡ. ανακεφαλαίωση (-ις), ανακεφαλαιωτικός].