γαγγραινούμαι: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(7) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α | |mltxt=(Α γαγγραινοῦμαι, -όομαι)<br />γαγγριανιάζω ή [[εμφανίζω]] συμπτώματα που μοιάζουν με της γάγγραινας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
(Α γαγγραινοῦμαι, -όομαι)
γαγγριανιάζω ή εμφανίζω συμπτώματα που μοιάζουν με της γάγγραινας.