εφηλώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(15)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) [[έφηλος]]<br />[[καρφώνω]], [[προσηλώνω]], [[καθηλώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐφηλοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) καρφώνομαι [[στερεά]]<br />β) <b>μτφ.</b> εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς [[γόμφος]] [[διαμπάξ]]», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) [[έφηλος]]<br />[[καρφώνω]], [[προσηλώνω]], [[καθηλώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐφηλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) καρφώνομαι [[στερεά]]<br />β) <b>μτφ.</b> εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς [[γόμφος]] [[διαμπάξ]]», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) έφηλος
καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
αρχ.
παθ. ἐφηλοῦμαι, -όομαι
α) καρφώνομαι στερεά
β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.).