ωοτοκώ: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῡντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῡντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ ωοτόκος
(αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά
β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία
αρχ.
1. (για φυτό) παράγω σπόρο
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῡντα
τα ωοτόκα
3. παθ. ᾠοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).