καρκινώ: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(19) |
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καρκινῶ, -όω (Α)<br />[[καρκίνος]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με καρκίνο, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» — [[κάμπτω]] ή [[κυρτώνω]] τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καρκινῶμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />4) (για ρίζες) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι<br />β) (για το [[σιτάρι]]) [[αποκτώ]] ρίζες και σκληρύνομαι ( | |mltxt=καρκινῶ, -όω (Α)<br />[[καρκίνος]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με καρκίνο, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» — [[κάμπτω]] ή [[κυρτώνω]] τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καρκινῶμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />4) (για ρίζες) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι<br />β) (για το [[σιτάρι]]) [[αποκτώ]] ρίζες και σκληρύνομαι («καρκινοῦται<br />[[ὅταν]] ριζοῦται ὁ σῑτος καὶ σκληρύνεται», <b>Ησύχ.</b>) γ) [[πάσχω]] από καρκίνο<br />δ) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, εξαλλάσσομαι σε καρκίνο. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 26 March 2021
Greek Monolingual
καρκινῶ, -όω (Α)
καρκίνος
1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» — κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.)
2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.)
3. παθ. καρκινῶμαι, -όομαι
4) (για ρίζες) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι
β) (για το σιτάρι) αποκτώ ρίζες και σκληρύνομαι («καρκινοῦται
ὅταν ριζοῦται ὁ σῑτος καὶ σκληρύνεται», Ησύχ.) γ) πάσχω από καρκίνο
δ) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, εξαλλάσσομαι σε καρκίνο.