νευροσιδηρούς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(27)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νευροσιδηροῡς, -ᾱ, -οῡν (Α)<br />αυτός που έχει πολύ [[γερά]] [[νεύρα]], [[σιδερένιος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σιδηροῦς]].
|mltxt=νευροσιδηροῡς, -ᾱ, -οῦν
(Α)<br />αυτός που έχει πολύ [[γερά]] [[νεύρα]], [[σιδερένιος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σιδηροῦς]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

νευροσιδηροῡς, -ᾱ, -οῦν

(Α)
αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς.