ξενοπαθώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
(27)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ξενοπαθῶ, -έω (Α)<br />ενοχλούμαι από [[κάτι]] παράξενο και ασυνήθιστο («[[ὥσπερ]] οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῡντες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δεινο</i>-<i>παθώ</i>].
|mltxt=ξενοπαθῶ, -έω (Α)<br />ενοχλούμαι από [[κάτι]] παράξενο και ασυνήθιστο («[[ὥσπερ]] οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῦν
τες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δεινο</i>-<i>παθώ</i>].
}}
}}

Revision as of 14:18, 27 March 2021

Greek Monolingual

ξενοπαθῶ, -έω (Α)
ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῦν τες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -παθῶ (< -παθής < πάθος), πρβλ. δεινο-παθώ].