προΐστωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προΐστορες<br />προμαρτυροῡντες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵστωρ]]].
|mltxt=-ορος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προΐστορες<br />προμαρτυροῦν
τες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵστωρ]]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προΐστωρ Medium diacritics: προΐστωρ Low diacritics: προΐστωρ Capitals: ΠΡΟΪΣΤΩΡ
Transliteration A: proḯstōr Transliteration B: proistōr Transliteration C: proistor Beta Code: proi/+stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, A witness, in pl., Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 726] ορος, ὁ, der Vorherwisser, der Zeuge, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προΐστωρ: -ορος, ὁ, ὁ γινώσκων ἐκ τῶν προτέρων, «προΐστορες· προμαρτυροῦντες» Φώτ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ
αυτός που γνωρίζει κάτι εκ τών προτέρων
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «προΐστορες
προμαρτυροῦν τες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἵστωρ].