οκνηρός: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(28)
 
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀκνηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αποφεύγει την [[εργασία]] και [[κάθε]] [[δραστηριότητα]], [[ακαμάτης]], [[τεμπέλης]]<br /><b>1.</b> αυτός που διστάζει, [[ιδίως]] από φόβο, [[άτολμος]], [[δειλός]]<br /><b>2.</b> [[νωθρός]], [[βραδυκίνητος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα ή για καταστάσεις) [[δυσάρεστος]], [[ενοχλητικός]] («ἡμῑν μὲν... ταῡτ' ὀκνήρ'», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οκνηρώς</i> και -<i>ά</i> (Α ὀκνηρῶς)<br />με [[απροθυμία]], με [[τεμπελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄκνος]] (Ι) «[[δισταγμός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>, [[τολμηρός]])].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀκνηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αποφεύγει την [[εργασία]] και [[κάθε]] [[δραστηριότητα]], [[ακαμάτης]], [[τεμπέλης]]<br /><b>1.</b> αυτός που διστάζει, [[ιδίως]] από φόβο, [[άτολμος]], [[δειλός]]<br /><b>2.</b> [[νωθρός]], [[βραδυκίνητος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα ή για καταστάσεις) [[δυσάρεστος]], [[ενοχλητικός]] («ἡμῖν μὲν... ταῡτ' ὀκνήρ'», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οκνηρώς</i> και -<i>ά</i> (Α ὀκνηρῶς)<br />με [[απροθυμία]], με [[τεμπελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄκνος]] (Ι) «[[δισταγμός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>, [[τολμηρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀκνηρός, -ά, -όν)
αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης
1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός
2. νωθρός, βραδυκίνητος
3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῖν μὲν... ταῡτ' ὀκνήρ'», Σοφ.).
επίρρ...
οκνηρώς και -ά (Α ὀκνηρῶς)
με απροθυμία, με τεμπελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. κοπ-ηρός, νοσ-ηρός, τολμηρός)].