βραδυκίνητος
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
[ῑ], ον, slow-moving, Gal.5.318, Adam.1.7: Comp. -τότερος Phlp.in Ph. 680.31: Subst. βραδυκινησία, ἡ, Aristid.Quint.2.9, Diog.Oen.71.
Spanish (DGE)
-ον
de movimiento lento ψυχῆς μόρια Gal.5.318, del elefante, Diog.Oen.150.2 (cj.), ἐπὶ τοῦ βραδυκινήτου στοιχείου τοῦ ὕδατος Aristid.Quint.69.16, ref. al movimiento de los ojos, Adam.1.7, ἀστήρ Heliod.Neop.4.23, de Crono, Olymp.in Grg.47.3, τὸ αὐτὸ κινηθὲν διάστημα βραδυκινητότερον Phlp.in Ph.680.31.
German (Pape)
[Seite 461] sich langsam bewegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδῠκίνητος: -ον, ὁ βραδέως κινούμενος, Γαλην. 5, 121· - βραδυκινησία, ἡ, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 81
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βραδυκίνητος, -ον)
αυτός που κινείται αργά ή ενεργεί με νωθρότητα.