βραδυκίνητος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰδῠκίνητος Medium diacritics: βραδυκίνητος Low diacritics: βραδυκίνητος Capitals: ΒΡΑΔΥΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: bradykínētos Transliteration B: bradykinētos Transliteration C: vradykinitos Beta Code: braduki/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, slow-moving, Gal.5.318, Adam.1.7: Comp. -τότερος Phlp.in Ph. 680.31: Subst. βραδυκινησία, ἡ, Aristid.Quint.2.9, Diog.Oen.71.

Spanish (DGE)

-ον
de movimiento lento ψυχῆς μόρια Gal.5.318, del elefante, Diog.Oen.150.2 (cj.), ἐπὶ τοῦ βραδυκινήτου στοιχείου τοῦ ὕδατος Aristid.Quint.69.16, ref. al movimiento de los ojos, Adam.1.7, ἀστήρ Heliod.Neop.4.23, de Crono, Olymp.in Grg.47.3, τὸ αὐτὸ κινηθὲν διάστημα βραδυκινητότερον Phlp.in Ph.680.31.

German (Pape)

[Seite 461] sich langsam bewegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδῠκίνητος: -ον, ὁ βραδέως κινούμενος, Γαλην. 5, 121· - βραδυκινησία, ἡ, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 81

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βραδυκίνητος, -ον)
αυτός που κινείται αργά ή ενεργεί με νωθρότητα.