λιναίος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λιναῑος, -αία, -ον (Α) [[λίνον]]<br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με το [[λίνο]] («λιναῑος [[φόρος]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> παρασκευασμένος από [[λίνο]] ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῖοι», Αιν.).
|mltxt=λιναῖος, -αία, -ον (Α) [[λίνον]]<br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με το [[λίνο]] («λιναῖος [[φόρος]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> παρασκευασμένος από [[λίνο]] ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῖοι», Αιν.).
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

λιναῖος, -αία, -ον (Α) λίνον
1. σχετικός με το λίνο («λιναῖος φόρος», πάπ.)
2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῖοι», Αιν.).