ρούσος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(36) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ῥούσιος]], -ον, ΝΜΑ, και [[ρούσσος]] Ν, και | |mltxt=-α, -ο / [[ῥούσιος]], -ον, ΝΜΑ, και [[ρούσσος]] Ν, και ῥουσαῖος ΜΑ και ῥού(σ)σεος και ῥώσεος και ῥόσεος Α<br />([[κυρίως]] για το [[χρώμα]] τών μαλλιών) [[κοκκινωπός]], [[ξανθοκόκκινος]] (α. «[[ρούσα]] [[παπαδιά]]» β. «ποια 'ναι η άσπρη, ποια 'ναι η [[ρούσα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />«οἱ ρούσιοι» — οι Κόκκινοι, τα [[μέλη]] της ερυθράς φατρίας του βυζαντινού ιπποδρόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>russeus</i> / <i>russus</i> «[[ερυθρός]], [[κόκκινος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:55, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥούσιος, -ον, ΝΜΑ, και ρούσσος Ν, και ῥουσαῖος ΜΑ και ῥού(σ)σεος και ῥώσεος και ῥόσεος Α
(κυρίως για το χρώμα τών μαλλιών) κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος (α. «ρούσα παπαδιά» β. «ποια 'ναι η άσπρη, ποια 'ναι η ρούσα»)
μσν.-αρχ.
«οἱ ρούσιοι» — οι Κόκκινοι, τα μέλη της ερυθράς φατρίας του βυζαντινού ιπποδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. russeus / russus «ερυθρός, κόκκινος»].