ρούσος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥούσιος, -ον, ΝΜΑ, και ρούσσος Ν, και ῥουσαῖος ΜΑ και ῥού(σ)σεος και ῥώσεος και ῥόσεος Α
(κυρίως για το χρώμα τών μαλλιών) κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος (α. «ρούσα παπαδιά» β. «ποια 'ναι η άσπρη, ποια 'ναι η ρούσα»)
μσν.-αρχ.
«οἱ ρούσιοι» — οι Κόκκινοι, τα μέλη της ερυθράς φατρίας του βυζαντινού ιπποδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. russeus / russus «ερυθρός, κόκκινος»].