κίκερ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
(20)
 
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κίκερ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένεις [[φαβίδες]], με 40 [[περίπου]] είδη, σημαντικότερο από τα οποία [[είναι]] το Cicer arietinum, η [[κοινή]] [[ρεβιθιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) «[[κίκερ]] γὰρ οἱ Λατῑνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῡσι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cicer</i>].
|mltxt=το (Α [[κίκερ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένεις [[φαβίδες]], με 40 [[περίπου]] είδη, σημαντικότερο από τα οποία [[είναι]] το Cicer arietinum, η [[κοινή]] [[ρεβιθιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) «[[κίκερ]] γὰρ οἱ Λατῑνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῦσι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cicer</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

το (Α κίκερ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένεις φαβίδες, με 40 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Cicer arietinum, η κοινή ρεβιθιά
αρχ.
(κατά τον Πλούτ.) «κίκερ γὰρ οἱ Λατῑνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῦσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cicer].