ρεβιθιά

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

και ροβιθιά, η, Ν ρεβίθι / ροβίθι
κοινή ονομασία του μονοετούς ποώδους φυτού Cicer arietinum του γένους κίκερ, της οικογένειας φαβίδες, που καλλιεργείται για τα εδώδιμα σπέρματά του και ως κτηνοτροφή.