κίκερ

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

το (Α κίκερ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένεις φαβίδες, με 40 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Cicer arietinum, η κοινή ρεβιθιά
αρχ.
(κατά τον Πλούτ.) «κίκερ γὰρ οἱ Λατῖνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῦσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cicer].