τολμώ: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τολμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [[τόλμη]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[θάρρος]] να πράξω [[κάτι]] (α. «τόλμησε να του εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]] το ριψοκίνδυνο, [[αψηφώ]] τον κίνδυνο, [[αποτολμώ]]<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> έχω [[θάρρος]], [[είμαι]] [[τολμηρός]], δεν [[φοβούμαι]] (α. «δεν έχει μάθει στη ζωή του να τολμά» β. «ἐν φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[θράσος]] να... («πώς τολμάς να μού μιλάς [[έτσι]];»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) [[υπομένω]], [[υφίσταμαι]] [[κάτι]] («τολμᾱν χρὴ τὰ διδοῡσι θεοί», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[δέχομαι]] να πράξω [[κάτι]], [[υποκύπτω]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. της μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ τετολμηκυῑαι</i><br />(ενν. <i>λέξεις</i>) οι τολμηρές εκφράσεις.
|mltxt=τολμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [[τόλμη]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[θάρρος]] να πράξω [[κάτι]] (α. «τόλμησε να του εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]] το ριψοκίνδυνο, [[αψηφώ]] τον κίνδυνο, [[αποτολμώ]]<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> έχω [[θάρρος]], [[είμαι]] [[τολμηρός]], δεν [[φοβούμαι]] (α. «δεν έχει μάθει στη ζωή του να τολμά» β. «ἐν φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[θράσος]] να... («πώς τολμάς να μού μιλάς [[έτσι]];»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) [[υπομένω]], [[υφίσταμαι]] [[κάτι]] («τολμᾱν χρὴ τὰ διδοῦσι θεοί», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[δέχομαι]] να πράξω [[κάτι]], [[υποκύπτω]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. της μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ τετολμηκυῑαι</i><br />(ενν. <i>λέξεις</i>) οι τολμηρές εκφράσεις.
}}
}}

Revision as of 13:03, 28 March 2021

Greek Monolingual

τολμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α τόλμη
1. παίρνω το θάρρος να πράξω κάτι (α. «τόλμησε να του εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν», Αισχύλ.)
2. επιχειρώ κάτι το ριψοκίνδυνο, αψηφώ τον κίνδυνο, αποτολμώ
3. απόλ. έχω θάρρος, είμαι τολμηρός, δεν φοβούμαι (α. «δεν έχει μάθει στη ζωή του να τολμά» β. «ἐν φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
έχω το θράσος να... («πώς τολμάς να μού μιλάς έτσι;»)
αρχ.
1. (με αιτ.) υπομένω, υφίσταμαι κάτι («τολμᾱν χρὴ τὰ διδοῦσι θεοί», Θεόγν.)
2. (με απρμφ.) δέχομαι να πράξω κάτι, υποκύπτω
3. (το θηλ. της μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ τετολμηκυῑαι
(ενν. λέξεις) οι τολμηρές εκφράσεις.